εκτυφλωτικός

εκτυφλωτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που προκαλεί τύφλωση: Το φως του προβολέα είναι εκτυφλωτικό.
2. μτφ., που αναγκάζει κάποιον από την υπερβολική λάμψη να κλείσει τα μάτια του: Η λάμψη του χρυσού είναι εκτυφλωτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτυφλωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να εκτυφλώνει («εκτυφλωτικό φως») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί συγκλονιστική εντύπωση, εκθαμβωτικός («εκτυφλωτική ομορφιά») …   Dictionary of Greek

  • τυφλωτικός — ή, ό / τυφλωτικός, ή, όν, ΝΜ [τυφλῶ] αυτός που μπορεί να τυφλώσει, εκτυφλωτικός …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εκθαμβωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με άπλετο φως ή δυνατή λάμψη συσκοτίζει την όραση, ο εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικός προβολέας. 2. μτφ., που προκαλεί έκπληξη, έκσταση: Εκθαμβωτική δόξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμπωτικός — ή, ό που προκαλεί θάμπος (βλ. λ.), εκτυφλωτικός, καταπληκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”