εκτυφλωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να εκτυφλώνει («εκτυφλωτικό φως») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί συγκλονιστική εντύπωση, εκθαμβωτικός («εκτυφλωτική ομορφιά») … Dictionary of Greek
τυφλωτικός — ή, ό / τυφλωτικός, ή, όν, ΝΜ [τυφλῶ] αυτός που μπορεί να τυφλώσει, εκτυφλωτικός … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
εκθαμβωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με άπλετο φως ή δυνατή λάμψη συσκοτίζει την όραση, ο εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικός προβολέας. 2. μτφ., που προκαλεί έκπληξη, έκσταση: Εκθαμβωτική δόξα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπωτικός — ή, ό που προκαλεί θάμπος (βλ. λ.), εκτυφλωτικός, καταπληκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)